- αμενηνός
- ἀμενηνός, -ον και -ος, -ή, -ον (Α)1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικόςβ) ανίσχυρος, αδύναμος, άτονος, εξαντλημένος3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀμενηνόναδύναμα, άτονα, ανίσχυρα4. φρ. «ἀμενηνὸς ἀνήρ», για τον εξαντλημένο από την ασθένεια Αίαντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμενής.ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνῶ].
Dictionary of Greek. 2013.